- ἑτερογνώμων
- ἑτερογνώμωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερογνώμων — ἑτερογνώμων, ον (ΑΜ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη μσν. (για τη θέληση τού Χριστού αναφορικά με την ανθρώπινη και τη θεία υπόστασή του) διαφορετικός, ξεχωριστός στη σκέψη αρχ. 1. αυτός που έχει ευμετάβλητες σκέψεις, ασταθή νου 2. (για σκέψεις) … Dictionary of Greek
ἑτερογνώμονα — ἑτερογνώμων neut nom/voc/acc pl ἑτερογνώμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόγνωμον — ἑτερογνώμων masc/fem voc sg ἑτερογνώμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνωμόνως — ἑτερογνώμων adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνώμονας — ἑτερογνώμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνώμονες — ἑτερογνώμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνώμονος — ἑτερογνώμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνώμοσι — ἑτερογνώμων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερογνώμοσιν — ἑτερογνώμων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτογνώμων — αὐτογνώμων, ον (AM) μσν. αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας αρχ. αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)] … Dictionary of Greek